- ἰδιώτην
- ἰδιώτηςprivate personmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… … Hofmann J. Lexicon universale
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
μη όπως — μὴ ὅπως και μὴ ὅτι (Α) (ελλειπτικές φρ.) 1. όχι μόνο να μην... αλλά ούτε να... 2. (όταν ακολουθεί το αλλά ή αρνητικό το οποίο υπάρχει ή υπονοείται) όχι απλώς («μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek